κατατίλλω

κατατίλλω
κατατίλλω, [tense] aor. 1 -έτῑλα,
A pull to pieces,

ῥάκος Hp.Nat.Mul.32

: metaph.,

κ. ἑαυτὸν ἐπὶ θρήνου Hsch.

s.v. δρύπτεται.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατατίλλω — (Α) (επιτ. τ. τού τίλλω) 1. μαδώ εντελώς, καταμαδώ 2. μαδιέμαι, τραβώ τις τρίχες τής κεφαλής μου (α. «κατέτιλεν ἑαυτόν ἐπὶ θρήνου», Ησύχ. β. «κατέτιλα τοῡ τριχώματος τῆς κεφαλῆς καὶ τοῡ πώγωνος», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τίλλω «μαδώ, τραβώ… …   Dictionary of Greek

  • ՓԵՏԵՄ — ( ) NBH 2 0940 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 10c, 12c, 13c ն. τίλλω, κατατίλλω, διατίλλω vello, evello, divello, depilo κείρω tondeo. (գրի եւ որպէս ռմկ. ՓԵՏՏԵԼ. ) Կորզել քանցել զփետւորս, զթեւս, մանաւանդ զվարսս կամ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”